-
1 транспортный
επ.μεταφορικός, των μεταφορών•-ые средства μεταφορικά μέσα•
-ое судно φορτηγό (μεταγωγικό) σκάφος•
-ая служба υπηρεσία μεταφορών•
транспортный самолт μεταγωγικό αεροπλάνο•
-ые расходы τα μεταφορικά έξοδα.
-
2 транспортный
транспортн||ыйприл μεταγωγικός, μεταφορικός, φορτηγός:\транспортныйое су́дно τό φορτηγό πλοίο, τό μεταγωγικό σκάφος' \транспортныйый самолет τό μεταγωγικό ἀεροπλάνο· \транспортныйые расходы фин. τά μεταφορικά, τά ἔξοδα μεταφοράς. -
3 паром
(для переправы) το οχηματαγωγό, το πορθμείο, разг. το φέρι-μπότ, το φέρρυ-μπώτ (ξεν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паром
-
4 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
5 самолет
самолетм τό ἀεροπλάνο[ν]:реактивный \самолет τό ἀεριοωθούμενο ἀεροπλάνο· санитарный \самолет τό ὑγειονομικό ἀεροπλάνο· транспортный \самолет τό μεταγωγικό ἀεροπλάνο· пассажирский \самолет τό ἐπιβατικό ἀεροπλάνο· самолет-снаряд ἡ Ιπτάμενη βόμβα. -
6 самолёт
-а α. αεροπλάνο•реактивный самолёт αεριωθούμενο αεροπλάνο•
разведывательный αναγνωριστικό αεροπλάνο•
учебный самолёт εκπαιδευτικό αεροπλάνο•
пассажирский самолёт επιβατικό αεροπλάνο•
военный самолёт στρατιωτικό αεροπλάνο•
транспортный самолёт μεταγωγικό αεροπλάνο•
двухмоторный самолёт δικινητήριο αεροπλάνο.